- θούλιο
- τοχημ.μεταλλικό στοιχείο που ανήκει στις σπάνιες γαίες (λανθανίδες).[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thulium < λατ. Thule < Θούλη (όπως ονομαζόταν από τους αρχαίους η βορειότερη χώρα τής Ευρώπης) + -ium].
Dictionary of Greek. 2013.